Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κριτικάρω
1 εγγραφή
κριτικάρω [kritikáro] -ομαι Ρ6 : ασκώ αρνητική ή κακόπιστη κριτική, κυρίως σε ό,τι έχει σχέση με τις ενέργειες και τη συμπεριφορά κάποιου: ~ κπ. για κτ. Δε μ΄ αρέσει να ~.

[ιταλ. criticar(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες