Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κριτικάρισμα
1 εγγραφή
κριτικάρισμα το [kritikárizma] Ο49 : άσκηση αρνητικής κριτικής.

[κριτικάρ(ω) -ισμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες