Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρισιμότητα η [krisimótita] Ο28 : η ιδιότητα του κρίσιμου, κατάσταση που θεωρείται επικίνδυνη ή με αποφασιστική σημασία για την εξέλιξη ή για την έκβαση μιας προσπάθειας, ενός γεγονότος κτλ.: H ~ της κατάστασης απαιτεί να
[λόγ. κρίσιμ(ος) -ότης > -ότητα]