Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρινοδάχτυλος
1 εγγραφή
κρινοδάχτυλος -η -ο [krinoδáxtilos] Ε5 : ως ποιητικός χαρακτηρισμός, κυρίως για γυναίκα που έχει μακριά, λεπτά και λευκά δάχτυλα.

[λόγ. κρίν(ο) -ο- + δάχτυλ(ο) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες