Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρικέλι
1 εγγραφή
κρικέλι το [krikéli] Ο44 : (λαϊκότρ.) μικρός χαλκάς.

[μσν. κρικέλλι(ν) < κρικέλλιον υποκορ. του ελνστ. κρίκελλος κατά το λατ. circellus (ίσως < αρχ. κρίκος) (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες