Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κριθαρένιος
1 εγγραφή
κριθαρένιος -α -ο [kriθarénos] Ε4 : που έχει παρασκευαστεί από κριθάρι: Kριθαρένιο ψωμί. Kριθαρένια παξιμάδια.

[κριθάρ(ι) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες