Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κριθάλευρο
1 εγγραφή
κριθάλευρο το [kriθálevro] Ο40 : αλεύρι από κριθάρι.

[λόγ. < μσν. κριθάλευρον < κριθ(ή) + άλευρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες