Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρησάρα η [krisára] Ο25α : είδος κόσκινου με πυθμένα από πολύ λεπτό πλέγμα με το οποίο κοσκινίζουν το αλεύρι για να το ξεχωρίσουν από τα πίτουρα. ΦΡ περνάω κτ. από την ~, το εξετάζω, το ερευνώ με μεγάλη προσοχή.
[αρχ. κρησέρα, ίσως με παράλλ. τ. κρησάρα (πρβ. αρχ. διαλεκτ. κραἅρα)]