Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρεούργηση
1 εγγραφή
κρεούργηση η [kreúrjisi] Ο33 : ανηλεής σφαγή κάποιου· κατακρεούργηση.

[λόγ. κρεουργη- (κρεουργώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες