Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρεμμύδι
2 εγγραφές [1 - 2]
κρεμμύδι το [kremíδi] Ο44 : 1. βολβώδες φυτό με κυλινδρικά φύλλα καθώς και ο αποξηραμένος συνήθ. βολβός του, που έχει γεύση και οσμή έντονη και καυστική και που τρώγεται είτε ωμός, ως συνοδευτικό σε σαλάτες, είτε μαγειρεμένος: Kαθαρίζω κρεμμύδια. Kρεμμύδια σου καθαρίζουν;, για κπ. που κλαίει χωρίς προφανή λόγο. Θέλεις ~ στη σαλάτα; || Είναι ντυμένος σαν ~, με πολλά και χοντρά ρούχα, το ένα επάνω στο άλλο. ΦΡ όσο / ώσπου να πεις ~, πάρα πολύ γρήγορα, αστραπιαία, στη στιγμή, αμέσως. 2. (προφ.) βολβός διάφορων φυτών που μοιάζει με αυτόν του κρεμμυδιού. κρεμμυδάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό κρεμμύδι. 2. το λαχανικό όταν έχει ακόμα μικρό βολβό και πράσινα φύλλα, το φρέσκο κρεμμυδάκι: Ένα μάτσο κρεμμυδάκια.

[μσν. κρεμμύδι(ν) υποκορ. του ελνστ. κρέμμυον < αρχ. κρόμμυον ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [m] ή ίσως < αρχ. *κρέμμυον)]

κρεμμυδίλα η [kremiδíla] Ο25α : έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά κρεμμυδιού.

[κρεμμύδ(ι) -ίλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες