Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρεματόριο
1 εγγραφή
κρεματόριο το [krematório] Ο40 : κτίριο με ειδικούς κλιβάνους για την καύση νεκρού.

[λόγ. < γερμ. Krematorium < λατ. cremo `καίω΄, cremator `αυτός που εξαφανίζει με κάψιμο΄ (-ium = -ιον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες