Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρεμαστός
1 εγγραφή
κρεμαστός -ή -ό [kremastós] Ε1 : 1. που κρέμεται, του οποίου το ένα άκρο είναι στερεωμένο σε ένα ψηλό, σταθερό σημείο, ενώ το άλλο παραμένει ελεύθερο: Kρεμαστή λάμπα. Kρεμαστό ρολόι, που είναι στερεωμένο με αλυσίδα από τη ζώνη και το οποίο μπαίνει μέσα στην τσέπη. || Kρεμαστή γέφυρα, που συγκρατείται με αλυσίδες ή με καλώδια από κατακόρυφους αναρτήρες, οι οποίοι στηρίζονται σε πύργους από σκυρόδεμα ή μέταλλο. 2. (επέκτ.) που βρίσκεται σε κάποιο ύψος, έτσι ώστε να φαίνεται ότι αιωρείται: Οι κρεμαστοί κήποι της Bαβυλώνας, κατασκευασμένοι κλιμακωτά, σε άνδηρα. || Kρεμαστή βιβλιοθήκη, στερεωμένη ψηλά στον τοίχο, χωρίς να στηρίζεται στο δάπεδο.

[αρχ. κρεμαστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες