Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρεμάστρα η [kremástra] Ο25 : 1. ξύλινο συνήθ. αλλά και μεταλλικό ή πλαστικό αντικείμενο από το οποίο κρεμούν τα ενδύματα για να τα φυλάξουν μέσα στην ντουλάπα ατσαλάκωτα. 2. ξύλινη συνήθ. αλλά και μεταλλική ή πλαστική κατασκευή με ειδικές προεξοχές, συνήθ. αγκιστρωτές, τοποθετημένη σε ένα ορισμένο ύψος στον τοίχο, που χρησιμεύει για το κρέμασμα των εξωτερικών ενδυμάτων.
[ελνστ. κρεμάστρα `που χρησιμεύει για κρέμασμα΄ (αρχ. κρεμάθρα)]