Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρεμάλα
1 εγγραφή
κρεμάλα η [kremála] Ο25α : 1. (οικ.) α. η αγχόνη, θηλιά στην άκρη σκοινιού στερεωμένου γερά σε ξύλινη συνήθ. κατασκευή που έχει σχήμα κεφαλαίου γάμα, μέσα από την οποία περνάει το κεφάλι εκείνου που πρόκειται να απαγχονιστεί. || ο απαγχονισμός, ως θανατική ποινή: Πέθανε στην ~. Tον έστειλαν στην ~. Γλίτωσε την ~. β. (μτφ.) χαρακτηρισμός του γάμου, της παντρειάς, συνήθ. ως αστεϊσμός. 2. παιχνίδι με λέξεις στο οποίο ο αντίπαλος προσπαθεί να μαντέψει τα ενδιάμεσα γράμματα μιας λέξης, από την οποία είναι γνωστά μόνο το αρχικό και το τελικό γράμμα: Ο δάσκαλος τους έπιασε να παίζουν ~ μέσα στην τάξη.

[κρεμ(ώ) -άλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες