Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρεβάτι
2 εγγραφές [1 - 2]
κρεβάτι το [kreváti] Ο44 : 1. έπιπλο, επάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος: Mονό / διπλό ~. Πτυσσόμενο ~. ~ εκστρατείας, είδος πτυσσόμενου κρεβατιού. ~ με ουρανό. Kαναπές ~. Ξύλινο / σιδερένιο ~. Στα πόδια του κρεβατιού, στο κάτω μέρος. Στρώνω / ξεστρώνω το ~. Ξαπλώνω στο ~. Πηγαίνω στο ~. Είμαι στο ~, και ως έκφραση είμαι άρρωστος. Πέφτω στο ~, και ως έκφραση αρρωσταίνω. Ρίχνω κπ. στο ~, και ως έκφραση, για αρρώστια που αναγκάζει κπ. να παραμείνει κλινήρης. Σηκώνομαι από το ~, και ως έκφραση, θεραπεύομαι. (έκφρ.) το ~ του πόνου*. || (οικ.) για σεξουαλικές σχέσεις: Πηγαίνω με κπ. στο ~. Είναι καλή στο ~. ΦΡ (κάνει) σαν τη χήρα* στο ~. ΠAΡ Δώσε θάρρος στο χωριάτη* να σ΄ ανέβει στο ~. 2. μονάδα σε ξενοδοχείο ως δυνατότητα στέγασης: Πόσα κρεβάτια διαθέτει το ξενοδοχείο; || μονάδα σε νοσοκομείο ως δυνατότητα περίθαλψης: Δεν υπάρχουν κρεβάτια άδεια. κρεβατάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[μσν. κρεβάτι(ον) < ελνστ. κραβ(β)άτιον υποκορ. του κράβ(β)ατος δάνειο από άλλη γλ., που ίσως είχε και τ. κρεβ-]

κρεβατίνα η [krevatína] Ο25α : κλήμα που το έχουν καλλιεργήσει και το έχουν κλαδέψει με τέτοιον τρόπο, ώστε τα κλαδιά του να αναρριχώνται σε μεγάλο ύψος από το έδαφος, να απλώνονται σε οριζόντια δοκάρια και να δημιουργούν ένα παχύ, σκιερό στρώμα από φύλλα· κληματαριά. || η ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή επάνω στην οποία απλώνεται η κρεβατίνα.

[μσν. κρεβατίνα < κρεβάτ(ι) -ίνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες