Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρεατοφάγος
1 εγγραφή
κρεατοφάγος ο [kreatofáγos] Ο18 θηλ. κρεατοφάγος [kreatofáγos] Ο35 : αυτός που διατρέφεται με κρέας ή που έχει το κρέας ως βασικό είδος διατροφής· κρεοφάγος.

[λόγ. κρεατο- + -φάγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες