Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρεάτινος
1 εγγραφή
κρεάτινος -η -ο [kreátinos] Ε5 : που αποτελείται ή που προέρχεται από κρέας.

[λόγ. κρεατ- (κρέας) -ινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες