Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κραυγαλέος
1 εγγραφή
κραυγαλέος -α -ο [kravγaléos] Ε4 : που είναι εξαιρετικά έντονος, με αποτέλεσμα να τραβάει την προσοχή και να προκαλεί αρνητικά σχόλια, που δεν είναι καθόλου διακριτικός: Kραυγαλέα χρώματα. Kραυγαλέο ντύσιμο. || προκλητικός: Kραυγαλέα αδικία. Kραυγαλέο παράδειγμα καιροσκοπισμού. ~ πλούτος. κραυγαλέα ΕΠIΡΡ με τρόπο προκλητικό, χωρίς προσπάθεια να κρατηθούν τα προσχήματα: Ο νόμος που ψηφίστηκε είναι ~ αντισυνταγματικός.

[λόγ. κραυγ(ή) -αλέος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες