Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κραυγή
1 εγγραφή
κραυγή η [kravjí] Ο29 : 1. πολύ δυνατή, συνήθ. άναρθρη φωνή: Mόλις άκουσε τις κραυγές, πήγε να δει τι συμβαίνει. Έβγαλε μια ~ τρόμου / χαράς / πόνου. Πολεμική ~, κραυγή με την οποία εμψυχώνονται και παροτρύνονται οι πολεμιστές στη μάχη· ιαχή. || χαρακτηριστικό είδος φωνής ορισμένων ζώων: Mπορεί να μιμηθεί διάφορες κραυγές. 2. (μτφ.) α. για έλλειψη ψυχραιμίας και αντικειμενικότητας: Mε κραυγές δε γίνεται συζήτηση. β. έντονη έκφραση απελπισίας ή αποδοκιμασίας: Πληθαίνουν οι κραυγές εναντίον της οικονομικής πολιτικής.

[λόγ. < αρχ. κραυγή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες