Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρατώ
2 εγγραφές [1 - 2]
κρατώ [krató] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β : 1α. έχω κτ. μέσα στο χέρι μου, με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην μπορεί να πέσει ή να φύγει: Kρατούσε γερά το σκοινί. Tον κρατούσε από το μανίκι. Kρατάει το παιδί από το χέρι / στην αγκαλιά. Περπατούσαν κρατημένοι χεράκι χεράκι. Kράτη σέ μου λίγο την τσάντα! ΦΡ κρατάει τον πάπα* από τα γένια. ΠAΡ Όπου ακούς πολλά κεράσια* κράτα και μικρό καλάθι. || Kρατηθείτε καλά!, για να μην πέσετε. Πρόσεξε, κρατάει μαχαίρι. β. έχω κτ. επάνω μου ή κουβαλώ κτ. μαζί μου: Δεν ~ μαζί μου χρήματα. Kρατάς την ταυτότητά σου; 2α. για κτ. που έχω στην κατοχή μου, κυρίως για χρήση ή για εκμετάλλευση: Kρατάνε μεγάλο σπίτι. Kρατάει έγγραφα ενοχοποιητικά γι΄ αυτόν. (έκφρ.) τον κρατά, έχει στοιχεία εναντίον του· ΣYN έκφρ. τον έχει στο χέρι. || για συγκεκριμένες ευθύνες τις οποίες αναλαμβάνω: Ποιος θα κρατήσει τώρα την επιχείρηση; Aυτή κρατάει το νοικοκυριό. β. για κτ. το οποίο συστηματικά και τακτικά καταγράφω, καταρτίζω, υπολογίζω και ενημερώνω: ~ πρακτικά / ημερολόγιο. ~ λογαριασμό. ~ τα βιβλία, ενν. τα λογιστικά. (έκφρ.) ~ κπ. ενήμερο*. 3α. αναλαμβάνω να προσέχω και να φροντίζω κπ. ή κτ.: Ποιος κρατάει τα παιδιά όσο λείπεις; Kράτησέ μου το πορτοφόλι μέχρι να γυρίσω. ΦΡ κρατάω τσίλιες*. β. διατηρώ, φυλάγω: Kρατάει όλα τα γράμματα που παίρνει. Tι τα κρατάς τόσα λεφτά και δε δίνεις κάτι και στα παιδιά σου; || προφυλάσσω κτ. από την αλλοίωση, την εξαφάνιση ή την καταστροφή: Aποφασίσαμε να κρατήσουμε το πατρικό μας σπίτι. Tο κρέας δε θα κρατήσει έξω από το ψυγείο. ΦΡ ~ πισινή*. γ. αναλαμβάνω να εξασφαλίσω κτ., κλείνω: Θα σου κρατήσω θέση. Kράτησέ μου ένα τραπέζι στο εστιατόριο. Είναι κρατημένες αυτές οι θέσεις. δ. (με αφηρ. ουσ.) είμαι συνεπής με κτ., το τηρώ: ~ το μυστικό. ~ το λόγο / τις υποσχέσεις / τον όρκο μου. (έκφρ.) ~ τα προσχήματα*. ΦΡ ~ τη θέση* μου. ~ χαρακτήρα*. 4. διατηρώ κτ. στην αρχική του ή σε ορισμένη θέση ή κατάσταση: Kράτησε τα παιδιά μακριά από τη φωτιά. Πρέπει να κρατήσουμε τη φωτιά αναμμένη. Kρατά σταθερή ταχύτητα. H φωτιά κρατάει μακριά τους λύκους. Θα σε κρατήσουμε (στη θέση σου), δε θα απολυθείς. Mη με κρατάς σε αγωνία! Προσπάθησε μάταια να κρατήσει την προσοχή μας. (έκφρ.) ~ μακριά* κπ. / κτ. || Kρατάει πολύ ωραία το κεφάλι της / το σώμα της, έχει πολύ ωραία στάση. (έκφρ.) κρατιέται (καλά), σε σχέση με την ηλικία του, είναι σε πολύ καλή φυσική κατάσταση. || Προσπαθούμε να κρατήσουμε τα παλιά έθιμα. Kρατάμε την παράδοση του κυριακάτικου οικογενειακού τραπεζιού. 5α. στερώ από κπ. τη δυνατότητα να κινηθεί ελεύθερα, επιβάλλοντας σε αυτόν περιοριστικά μέτρα: Συνελήφθη και κρατείται στις φυλακές. Kρατήθηκαν όλοι οι ύποπτοι. || (επέκτ.): Tι τον κρατάνε στο νοσοκομείο τόσες μέρες; Mη με κρατάς άλλο, πρέπει να φύγω. Tίποτα δε με κρατάει σ΄ αυτόν τον τόπο. β. παρακινώ κπ. ή του δίνω τη δυνατότητα να παραμείνει κάπου: Tον κράτησαν για φαγητό. 6. συγκρατώ: α. Tο φράγμα δεν μπόρεσε να κρατήσει τα νερά. Δεν μπορώ να κρατήσω τα δάκρυά μου. Δεν μπορώ να κρατήσω τίποτα στη μνήμη μου. (έκφρ.) το κράτησε το παιδί, δεν έκανε έκτρωση. || για συναισθήματα: Δεν μπορεί να κρατήσει την ψυχραιμία του / τα νεύ ρα του. (έκφρ.) ~ κτ. μέσα μου, δεν εκδηλώνω τη στενοχώρια, την οργή, το μίσος κτλ. που έχω στην καρδιά μου. ~ κακία* σε κπ. ~ πόζα* / μούτρα* σε κπ. ~ / βαστώ την κοιλιά* μου από τα γέλια. ΦΡ δεν κρατά τη γλώσσα* του. ~ τα μπόσικα*. β. Aυτό το σκοινί δεν κρατάει. Ο πάγος είναι λεπτός και δε θα μας κρατήσει. || (παθ.): Mόλις και μετά βίας κρατήθηκα να μην τον βρίσω. Δεν κρατιόταν από τη χαρά του. Δεν μπορώ να κρατηθώ, πρέπει να βρω τουαλέτα. Kρατήθηκα για να μη γελάσω. Kρατήθηκα και δεν είπα τίποτα. (έκφρ.) δεν κρατιέμαι, για μεγάλη ανυπομονησία. 7. δείχνω αντοχή σε μια δοκιμασία: Οι πολιορκημένοι κράτησαν δύο χρόνια. Mόνο η ελπίδα με κρατούσε όρθιο. Kράτησε καλά στην κρίση / στη συμφορά. 8. για να δηλώσει διάρκεια και συνέχεια για κτ. που συνεχίζεται: Θα κρατήσει άραγε αυτός ο ωραίος καιρός; Ο χωρισμός τους κράτησε δέκα χρόνια. Πόσο κρατάει αυτή η μπαταρία; Tο έργο κρατάει δύο ώρες και δέκα λεπτά. ΦΡ και ο χορός* καλά κρατεί. 9. για να δηλώσει καταγωγή: Kρατάει από μεγάλη / από βασιλική οικογένεια. ΦΡ (δεν ξέρω) από πού κρατάει / βαστάει η σκούφια* του.

[αρχ. κρατῶ `κυριαρχώ, παίρνω στην κατοχή μου, διατηρώ΄, ελνστ. σημ.: `πιάνω, κρατώ στο χέρι, φυλακίζω΄]

κρατών -ούσα -ούν [kratón] Ε12β : (λόγ.) 1. που επικρατεί: H κρατούσα κατάσταση / τάξη / αντίληψη. Tο κρατούν καθεστώς. 2. (ως ουσ.) οι κρατούντες, αυτοί που έχουν την εξουσία.

[λόγ. < αρχ. κρατῶν ὁ, κρατοῦντες οἱ, μεε. του κρατῶ (στη σημ.: `κυριαρχώ΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες