Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρατήρας
2 εγγραφές [1 - 2]
κρατήρας 1 ο [kratíras] Ο2 : το στόμιο του ηφαιστείου από το οποίο, όταν αυτό ενεργοποιείται, βγαίνουν με εκρήξεις διάφορα υλικά, στερεά, υγρά και αέρια. || για άνοιγμα που μοιάζει με στόμιο κρατήρα: Οι κρατήρες της Σελήνης, κυκλικά ανοίγματα στην επιφάνεια της Σελήνης που περιβάλλονται από υπερυψωμένο χείλος. || H έκρηξη ήταν τόσο ισχυρή, ώστε δημιουργήθηκε στο έδαφος ένας μεγάλος ~.

[λόγ. < αρχ. κρατήρ, αιτ. -ῆρα]

κρατήρας 2 ο : αρχαίο αγγείο με μεγάλο μέγεθος που το χρησιμοποιούσαν για την ανάμειξη του κρασιού με νερό.

[λόγ. < αρχ. κρατήρ, αιτ. -ῆρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες