Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρασοκανάτα η [krasokanáta] Ο25α & κρασοκανάτας ο [krasokanátas] Ο3 : (οικ.) αυτός που αγαπάει πολύ το κρασί και πίνει συχνά και μεγάλη ποσότητα· κρασοπατέρας.
[κρασο- + κανάτα· κρασοκανάτ(α) -ας]