Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρασάτος
1 εγγραφή
κρασάτος -η -ο [krasátos] Ε3 : (μαγειρ.) για φαγητό που είναι μαγειρεμένο με κρασί: Xταπόδι / κουνέλι κρασάτο. || (ως ουσ.) το κρασάτο, κρέας μαγειρεμένο με κρασί.

[μσν. κρασάτος < κρασ(ί) -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες