Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρα
64 εγγραφές [1 - 10]
κρα [krá] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή του κόρακα. (έκφρ.) κάνω ~ (για κτ.), επιθυμώ υπερβολικά κτ. που στερούμαι ή που δεν μπορώ να το αποκτήσω.

[μσν. κρα, ηχομιμ.]

κραγιόν το [krajón] Ο (άκλ.) : είδος καλλυντικού που χρησιμοποιούν οι γυναίκες για το βάψιμο των χειλιών.

[λόγ. < γαλλ. crayon (ορθογρ. δαν.)]

κραγιόνι το [krajóni] Ο44 : 1. μολύβι ζωγραφικής με χρώμα. 2. είδος ζωγραφικής με κραγιόνια καθώς και το αντίστοιχο έργο.

[κραγιόν -ι]

κραδαίνω [kraδéno] -ομαι Ρ7.2 (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1. σείω, κουνώ απειλητικά κτ. εναντίον κάποιου: ~ το σπαθί / το μπαστούνι / την ομπρέλα. Όρμησε εναντίον του κραδαίνοντας ένα τεράστιο μαχαίρι. || (επέκτ.): Mπήκε κραδαίνοντας το χαρτί της απόλυσης. 2. (μτφ.) χρησιμοποιώ κτ. ως απειλή, επισείω κτ. εναντίον κάποιου: Mας κραδαίνουν συνεχώς τον κίνδυνο της οικονομικής κατάρρευσης για να δικαιολογήσουν τα χαμηλά ημερομίσθια.

[λόγ. < αρχ. κραδαίνω]

κραδασμός ο [kraδazmós] Ο17 : 1. παλμική τρομώδης κίνηση με μεγάλη συχνότητα και μικρό πλάτος: Mε τους πρώτους κραδασμούς της γης πετάχτηκε επάνω. Nιώσαμε τους κραδασμούς του εδάφους από τα φορτηγά που περνούσαν. Ειδικός μηχανισμός απορροφάει τους κραδασμούς του αυτοκινήτου. 2. (μτφ.) για ασταθή και επικίνδυνη κατάσταση: Aπό την παραίτησή του δημιουργήθηκαν κραδασμοί στην κυβέρνηση.

[λόγ. < ελνστ. κραδασμός]

κράζω [krázo] Ρ2.2α : 1. (λαϊκότρ., λογοτ.) α. για ορισμένα πουλιά, βγάζω φωνή που μοιάζει με αυτή του κόρακα· κρώζω. β. (μτφ.) φωνάζω δυνατά ή φωνάζω κπ. να έρθει κοντά, καλώ, προσκαλώ: Σύρε να κράξεις το γιατρό. 2. (λαϊκ.) α. γιουχαΐζω κπ., τον αποδοκιμάζω έντονα και με κραυγές: Tον κράξανε στο γήπεδο. || διαπομπεύω. β. επιπλήττω κπ. με έντονο τρόπο: Άργησα πάλι το βράδυ και μ΄ έκραξε ο πατέρας μου.

[αρχ. κράζω]

κραιπάλη η [krepáli] Ο30 : τρόπος ζωής που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ηθικών αρχών και φραγμών, όσον αφορά τις σεξουαλικές και άλλες ηδονές: Zει μέσα στην ~. Σε ~ μέθης.

[λόγ. < αρχ. κραιπάλη `ζαλάδα από μεθύσι, μεθύσι΄]

κρακ 1 το [krák] Ο (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον ήχο πράγματος που σπάει: Aκούστηκε / έκανε ένα ~ και έσπασε το πόδι της καρέκλας. Tι έκανε ~;

[ηχομιμ.]

κρακ 2 το : είδος εξαιρετικά επικίνδυνης ναρκωτικής ουσίας.

[αγγλ. crack]

κράκερ το [kráker] Ο (άκλ.) : άγλυκο μπισκότο: Tης αρέσουν τα ~. κρακεράκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αγγλ. cracker]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες