Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρίτρα
1 εγγραφή
κρίτρα τα [krítra] Ο39 : η αμοιβή του κριτή.

[λόγ. κρι- (κρίνω) -τρα 3]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες