Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρίνος ο [krínos] Ο18 & κρίνο το [kríno] Ο39 : καλλωπιστικό φυτό με λογχοειδή φύλλα που καλλιεργείται για τα άνθη του, τα οποία, ανάλογα με το είδος του φυτού, έχουν διάφορα χρώματα, με κοινότερο το λευκό: ~ της Παναγίας. Λευκός / κατάλευκος σαν ~, κάτασπρος ή πολύ αγνός. Mύρισε τον κρίνο, για την Παναγία και ως έκφραση ειρωνικά για κάποια που έμεινε έγκυος, ενώ η ίδια παρουσιαζόταν ως πολύ σεμνή και αγνή.
κρινάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρός κρίνος. 2. γενική ονομασία για διάφορα μικρά αγριολούλουδα. [αρχ. κρίνος· μσν. κρίνο < κρίνος μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]