Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρίκος ο [kríkos] Ο18 : 1. μεταλλικός συνήθ., κυκλικής διατομής δακτύλιος, ο οποίος: α. χρησιμεύει ως στοιχείο σύνδεσης ή ως στοιχείο ανάρτησης. β. συνδεδεμένος με άλλους όμοιους σχηματίζει την αλυσίδα. 2. (πληθ.) α. είδος σκουλαρικιού: Kρίκοι για τα αυτιά. β. όργανο γυμναστικής το οποίο αποτελείται από δύο μεγάλους κρίκους αναρτημένους με σκοινί από κάποιο ψηλό σημείο. 3. (μτφ.) (από την εικόνα της αλυσίδας) ο συνδετικός δεσμός ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα ή το απαραίτητο στοιχείο σε μια λογική σειρά, σε μια αλληλουχία: Ο ~ μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Mου λείπει ένας ~ για να αποδείξω το συλλογισμό μου. (έκφρ.) έσπασε ο ~, διασπάστηκε η συνοχή.
κρικάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2α. [λόγ. < αρχ. κρίκος (2β: σημδ. γαλλ. anneaux πληθ.)]