Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρέμα
11 εγγραφές [1 - 10]
κρέμα η [kréma] Ο25 : I1. λιπαρό παράγωγο του γάλατος, από το οποίο βγαίνει το βούτυρο, και το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στη ζαχαροπλαστική αλλά και στη μαγειρική. 2. είδος παχύρρευστου γλυκίσματος που παρασκευάζεται από γάλα, αυγά, αλεύρι και ζάχαρη: ~ σοκολάτα(ς) / βανίλια(ς). ~ ζαχαροπλαστικής. || ~ σαντιγί*. ~ καραμελέ*. || Παγωτό ~. II. είδος καλλυντικού για την περιποίηση της επιδερμίδας, παχύρρευστο και συνήθ. λιπαρό: ~ προσώπου / σώματος / χεριών. ~ ημέρας / νυκτός. Aντιηλιακή ~. Ξοδεύει πολλά χρήματα για κρέμες. || Φαρμακευτική ~. || ~ ξυρίσματος, είδος σαπουνιού σε μορφή κρέμας, που χρησιμοποιείται στο ξύρισμα. κρεμούλα η YΠΟKΟΡ. κρεμίτσα η YΠΟKΟΡ.

[I: ιταλ. crema < γαλλ. crème· II: λόγ. < γαλλ. crème κατά τον τ. κρέμα· κρέμ(α) -ούλα, -ίτσα]

κρεμάλα η [kremála] Ο25α : 1. (οικ.) α. η αγχόνη, θηλιά στην άκρη σκοινιού στερεωμένου γερά σε ξύλινη συνήθ. κατασκευή που έχει σχήμα κεφαλαίου γάμα, μέσα από την οποία περνάει το κεφάλι εκείνου που πρόκειται να απαγχονιστεί. || ο απαγχονισμός, ως θανατική ποινή: Πέθανε στην ~. Tον έστειλαν στην ~. Γλίτωσε την ~. β. (μτφ.) χαρακτηρισμός του γάμου, της παντρειάς, συνήθ. ως αστεϊσμός. 2. παιχνίδι με λέξεις στο οποίο ο αντίπαλος προσπαθεί να μαντέψει τα ενδιάμεσα γράμματα μιας λέξης, από την οποία είναι γνωστά μόνο το αρχικό και το τελικό γράμμα: Ο δάσκαλος τους έπιασε να παίζουν ~ μέσα στην τάξη.

[κρεμ(ώ) -άλα]

κρεμάμενος -η -ο [kremámenos] Ε5 : κρεμασμένος, κυρίως στη ΦΡ επί ξύλου* ~.

[κρεμ(ώ) -άμενος]

κρεμανταλάς ο [kremandalás] Ο1 θηλ. κρεμανταλού [kremandalú] Ο37 : (οικ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου πολύ ψηλού, άχαρου και άκομψου στις κινήσεις.

[< *κρεμομανταλάς με απλολ. [moma > ma] < κρεμ(ώ) -ο- + μανταλ(άκι) -άς· κρεμανταλ(άς) -ού]

κρέμαση η [krémasi] Ο32 : (οικοδ.) είδος προεξοχής, το τμήμα οικοδομικού στοιχείου το οποίο εξέχει προς τα κάτω.

[αρχ. κρέμα(σις) `ενέργεια του κρεμάσματος΄ -ση]

κρέμασμα το [krémazma] Ο49 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κρεμώ: Tο ~ των ρούχων. 2α. ο απαγχονισμός κυρίως στην έκφραση θέλει / είναι για ~, για κπ. που έκανε κτ. αξιόμεμπτο. β. (μτφ., οικ.) χαρακτηρισμός της παντρειάς, συνήθ. ως αστεϊσμός· κρεμάλα.

[ελνστ. ή μσν. κρέμασμα < κρεμασ- (κρεμώ) -μα]

κρεμαστάρι το [kremastári] Ο44 : 1. κρεμάστρα1. 2. εξάρτημα από το οποίο κρεμιέται ένα αντικείμενο. || η θηλιά από την οποία κρεμιούνται τα ρούχα στην κρεμάστρα. 3. (παρωχ.) στα παλιά αγροτικά σπίτια, καρποί που τους κρεμούσαν από το ταβάνι, στην ΠAΡ Όσα δε φτάνει η αλεπού* τα κάνει κρεμαστάρια.

[μσν. κρεμαστάριον (μαρτυρείται στη σημ.: `καντηλέρι΄) < κρεμαστ(ός) -άριον > -άρι]

κρεμαστός -ή -ό [kremastós] Ε1 : 1. που κρέμεται, του οποίου το ένα άκρο είναι στερεωμένο σε ένα ψηλό, σταθερό σημείο, ενώ το άλλο παραμένει ελεύθερο: Kρεμαστή λάμπα. Kρεμαστό ρολόι, που είναι στερεωμένο με αλυσίδα από τη ζώνη και το οποίο μπαίνει μέσα στην τσέπη. || Kρεμαστή γέφυρα, που συγκρατείται με αλυσίδες ή με καλώδια από κατακόρυφους αναρτήρες, οι οποίοι στηρίζονται σε πύργους από σκυρόδεμα ή μέταλλο. 2. (επέκτ.) που βρίσκεται σε κάποιο ύψος, έτσι ώστε να φαίνεται ότι αιωρείται: Οι κρεμαστοί κήποι της Bαβυλώνας, κατασκευασμένοι κλιμακωτά, σε άνδηρα. || Kρεμαστή βιβλιοθήκη, στερεωμένη ψηλά στον τοίχο, χωρίς να στηρίζεται στο δάπεδο.

[αρχ. κρεμαστός]

κρεμάστρα η [kremástra] Ο25 : 1. ξύλινο συνήθ. αλλά και μεταλλικό ή πλαστικό αντικείμενο από το οποίο κρεμούν τα ενδύματα για να τα φυλάξουν μέσα στην ντουλάπα ατσαλάκωτα. 2. ξύλινη συνήθ. αλλά και μεταλλική ή πλαστική κατασκευή με ειδικές προεξοχές, συνήθ. αγκιστρωτές, τοποθετημένη σε ένα ορισμένο ύψος στον τοίχο, που χρησιμεύει για το κρέμασμα των εξωτερικών ενδυμάτων.

[ελνστ. κρεμάστρα `που χρησιμεύει για κρέμασμα΄ (αρχ. κρεμάθρα)]

κρεματόριο το [krematório] Ο40 : κτίριο με ειδικούς κλιβάνους για την καύση νεκρού.

[λόγ. < γερμ. Krematorium < λατ. cremo `καίω΄, cremator `αυτός που εξαφανίζει με κάψιμο΄ (-ium = -ιον)]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες