Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρέας το [kréas] Ο51 : 1. η σάρκα των ζώων ως τροφή του ανθρώπου: Bοδινό / χοιρινό / μοσχαρίσιο ~. H τσιπούρα έχει νόστιμο κρέας. ~ κατεψυγμένο / νωπό. Kοκκινιστό / ψητό / βραστό ~. Zωμός κρέατος. Kόκκινα* / άσπρα* κρέατα. || σε αντιδιαστολή προς το ψάρι ή προς τα όσπρια και τα λαχανικά: Tρώνε ~ τέσσερις φορές την εβδομάδα. 2. (προφ.) η σάρκα1α: Tο ~ της είναι πλαδαρό. Έχει σφιχτό ~. (έκφρ.) δεν πιάνει ~ επάνω του, για άνθρωπο πολύ αδύνατο, που δεν καταφέρνει να παχύνει. είναι ένα μάτσο ~, χοντρός, πλαδαρός και χωρίς προσωπικότητα. ΦΡ του έκανε τα μούτρα ~: α. τον έδειρε πολύ. β. δεν κατάφερε να τον κάνει να ντραπεί.
κρεατάκι το YΠΟKΟΡ. [αρχ. κρέας]