Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κράτει
1 εγγραφή
κράτει [kráti] (άκλ.) : 1. στην έκφραση κάνω ~, δείχνω εγκράτεια, περιορί ζω κτ.: Kάνε λίγο ~ στο τσιγάρο / στο ποτό. Πρέπει να κάνει ~ στη δουλειά. 2. (ναυτ.) διαταγή για να σταματήσει η μηχανή.

[προστ. του κρατώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες