Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κράμβη η [krámvi] Ο30 : (βοτ.) γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών.
[λόγ. < αρχ. κράμβη `αγριολάχανο΄ σημδ. νλατ. crambe (στη νέα σημ.) < αρχ. κράμβη]