Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κούκου
17 εγγραφές [1 - 10]
κούκου [kúku] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή του κούκου. || ~ (τζα), επιφώνημα ιδίως σε κρυφτούλι με μωρά.

[μσν. κούκου ηχομιμ. (πρβ. αρχ. κόκκυ, αρχική προφ. [kókku] )]

κουκουβάγια η [kukuvája] Ο25 : κοινή ονομασία για πολλά νυκτόβια αρπακτικά πτηνά με μεγάλο κεφάλι, γαμψό ράμφος, μεγάλα στρογγυλά μάτια που κοιτάζουν ακίνητα, μικρή ουρά και δυνατά πόδια με κοφτερά νύχια: Οι κουκουβάγιες φωλιάζουν στις ερημιές και στα ερείπια. Mάτια σαν της κουκουβάγιας, μεγάλα και ανέκφραστα. H ~ είναι σύμβολο της γνώσης και της σοφίας. ΠAΡ Άλλα τα μάτια* του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.

[μσν. κουκουβάγια ηχομιμ. < κουκουβάου]

κουκουβάου [kukuváu] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή της κουκουβάγιας.

[ηχομιμ. (πρβ. αρχ. επίσης ηχομιμ. κικκαβαῦ)]

κουκουβίζω [kukuvízo] Ρ2.1α : (προφ.) κάθομαι ανακούρκουδα.

[μσν. κουκούβ(η) `είδος κουκουβάγιας΄ (ηχομιμ., σύγκρ. κουκουβάγια) -ίζω]

κουκούδι το [kukúδi] Ο44 : (προφ.) το κακάδι.

[μσν. κουκούδι(ν) < *κοκκούδιον ( [o > u] από επίδρ. των δύο υπερ. [k] ) υποκορ. του αρχ. κόκκ(ος) -ούδιον (ορθογρ. απλοπ.)]

κουκουές ο [kukués] Ο13 : (προφ.) μέλος ή οπαδός του Kομμουνιστικού Kόμματος Ελλάδας. || κομμουνιστής.

[αρκτικόλ. Κ(ου) Κ(ου) Ε -ς]

κουκούλα η [kukúla] Ο25 : 1. κάλυμμα του κεφαλιού συνήθ. κωνικό, το οποίο: α. προσαρτημένο στο επάνω μέρος ενός ρούχου, χρησιμοποιείται για να προστατεύει το κεφάλι από τη βροχή, το κρύο, τον αέρα: Παλτό / αδιάβροχο με ~. β. ανεξάρτητο από οποιοδήποτε ένδυμα, περιβάλλει ολόκληρο το κεφάλι αφήνοντας ελεύθερα μόνο τα μάτια, τη μύτη και το στόμα: Tρεις άγνωστοι με κουκούλες μπήκαν στην Tράπεζα. 2. προστατευτικό κάλυμμα: H ~ του αυτοκινήτου, για προστασία από τη σκόνη, τον ήλιο κτλ. || στα καμπριολέ αυτοκίνητα, η πτυσσόμενη σκεπή. 3. (οικ.) στο χταπόδι, μανδύας που περιβάλλει το κεφάλι και το σώμα του.

[μσν. κουκούλλα < υστλατ. cuculla (λατ. cucullus) (ορθογρ. απλοπ.)]

κουκουλάρικος -η -ο [kukulárikos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από μεταξωτό νήμα, το οποίο έχει υποστεί ειδική επεξεργασία. || (ως ουσ.) το κουκουλάρικο, είδος μεταξωτού υφάσματος και καταχρηστικά βαμβακερού με παρόμοια υφή.

[μσν. κουκουλλάρικος < κουκούλλ(ι) -άρικος (ορθογρ. απλοπ.)]

κουκούλι το [kukúli] Ο44 : 1. νηματοειδές περίβλημα της προνύμφης διάφορων εντόμων και κυρίως του μεταξοσκώληκα. 2. (προφ.) ως θετικός χαρακτηρισμός, για κτ. πολύ άσπρο και μαλακό: ~ έγιναν τα σεντόνια / τα χέρια μου.

[μσν. κουκούλλιν < ελνστ. κουκούλλιον < λατ. cucull(us) -ιον (πρβ. κουκούλα) (ορθογρ. απλοπ.)]

κουκουλοφόρος ο [kukulofóros] Ο18 : άτομο που έχει καλυμμένο το κεφάλι του με κουκούλα, έτσι ώστε να μην είναι δυνατό να αναγνωριστεί: Tον λήστεψαν δυο κουκουλοφόροι.

[λόγ. κουκούλ(α) -ο- + -φόρος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες