Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοψο
4 εγγραφές [1 - 4]
κοψο- [kopso] : α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα ονόματα χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο ή ένα ζώο από το γεγονός ότι είναι κομμένο το μέλος του σώματός του που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~μύτης, ~νούρης, ~χέρης. 2. σε σύνθετα ρήματα δηλώνει ότι έχει καταπονηθεί το μέλος του σώματος που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~μεσιάζω.

[μσν. κοψο- < κοψ- (συνοπτ. θ. του ρ. κόβω) -ο- ως α' συνθ.: μσν. κοψο-χέρης]

κοψομεσιάζω [kopsomesxázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) για φορτίο που καταπονεί τη μέση κάποιου, συνήθ. όταν έχει υπερβολικό βάρος: Kοψομεσιάστηκε να κουβαλάει πέτρες όλη μέρα. Mε κοψομέσιασαν αυτές οι τσάντες.

[κοψο- + μέσ(η) -ιάζω]

κοψοχέρης ο [kopsoxéris] Ο11 θηλ. κοψοχέρα [kopsoxéra] Ο25α : (οικ.) αυτός που έχει μετανιώσει για την ψήφο που έδωσε σε κπ., που θα προτιμούσε να είχε κόψει το χέρι του παρά να είχε κάνει τη συγκεκριμένη επιλογή.

[μσν. κοψοχέρης < κοψο- + χέρ(ι) -ης· κοψοχέρ(ης) -α]

κοψοχρονιά [kopsoxroná] & κοψοχρονιάς [kopsoxronás] επίρρ. : (προφ.) για πώληση σε εξευτελιστική τιμή λόγω επείγουσας ανάγκης.

[κοψο- + χρονιά· γεν. σε επιρρ. χρήση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες