Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοχλιάριο
1 εγγραφή
κοχλιάριο το [koxliário] Ο40 : 1. (λόγ.) το κουτάλι. 2. ονομασία διάφορων εργαλείων, τεχνικών ή χειρουργικών, τα οποία έχουν το σχήμα κουταλιού.

[λόγ. < ελνστ. κοχλιάριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες