Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουφώνω [kufóno] Ρ1α μππ. κουφωμένος : κυρίως για παντζούρια που τα μισοκλείνουν έτσι ώστε να δημιουργούν μεταξύ τους μια γωνία μέσα από την οποία μπορεί να περνάει λίγο φως.
[μσν. *κουφώνω `δημιουργώ κοιλότητα΄ (πρβ. μσν. κούφωμα) < κούφ(ος δες στο κούφιος) -ώνω]