Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουφωτός
1 εγγραφή
κουφωτός -ή -ό [kufotós] Ε1 : συνήθ. κουφωτά παντζούρια, τα κουφωμένα.

[κουφώ(νω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες