Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουφάλα η [kufála] Ο25α : 1. κοίλωμα, βαθούλωμα στον κορμό ενός γέρικου δέντρου. 2. το κούφιο μέρος ενός δοντιού που έχει πάθει τερηδόνα. 3. (λαϊκ.) α. υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας που θεωρείται εύκολη στη σύναψη πρόσκαιρων σεξουαλικών σχέσεων. β. χαρακτηρισμός ανθρώπου πονηρού και καταφερτζή.
[μσν. κουφάλα < κούφ(ος δες κούφιος) -άλα]