Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτσονούρης
1 εγγραφή
κουτσονούρης ο [kutsonúris] Ο11 θηλ. κουτσονούρα [kutsonúra] Ο25α : (οικ., συνήθ. ως επίθ.) για ζώο που έχει κομμένη την ουρά: Kουτσονούρα αλεπού.

[κουτσο- + νουρ(ά) -ης· κουτσονούρ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες