Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κουτσομπόλης
1 item total
κουτσομπόλης ο [kutsombólis] Ο11 θηλ. κουτσομπόλα [kutsombóla] Ο25α : αυτός που του αρέσει να κουτσομπολεύει: Είναι μια γριά κουτσο μπόλα. Είναι αυτός ένας ~!

[κουτσομπολ(εύω) -ης (αναδρ. σχημ.)· κουτσομπόλ(ης) -α]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go