Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κουτσομπόλης ο [kutsombólis] Ο11 θηλ. κουτσομπόλα [kutsombóla] Ο25α : αυτός που του αρέσει να κουτσομπολεύει: Είναι μια γριά κουτσο μπόλα. Είναι αυτός ένας ~!
[κουτσομπολ(εύω) -ης (αναδρ. σχημ.)· κουτσομπόλ(ης) -α]



