Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουρκούτι
2 εγγραφές [1 - 2]
κουρκούτι το [kurkúti] Ο44 : βρασμένος χυλός από αλεύρι. ΠAΡ Όποιος καεί / κάηκε στο ~ / στο χυλό / στο γάλα, φυσάει και το γιαούρτι*. || Tο μυαλό μου έγινε ~, ζαλίστηκα, κουράστηκα πολύ από υπερβολική διανοητική εργασία.

[μσν. κουρκούτιν < (;)]

κουρκουτιάζω [kurkutxázo] Ρ2.1α μππ. κουρκουτιασμένος : (προφ.) το μυαλό μου δε λειτουργεί με διαύγεια, χάνω τις διανοητικές μου ικανότητες, συνήθ. λόγω γηρατειών: Γέρασε και κουρκούτιασε τελείως. || νιώθω το μυαλό μου ανίκανο να λειτουργήσει με διαύγεια, συνήθ. λόγω υπερβολικής διανοητικής εργασίας: Ύστερα από οχτώ ώρες δουλειά το μυαλό μου είχε κουρκουτιάσει.

[κουρκούτ(ι) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες