Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουρελής ο [kurelís] Ο8 θηλ. κουρελού [kurelú] Ο37 : αυτός που είναι ντυμένος με πολύ παλιά και φθαρμένα ρούχα· ο κουρελιάρης, ο ρακένδυτος. || μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου φτωχού: Mε τους κουρελήδες κάνεις παρέα;
[κουρέλ(ι) -ής· κουρελ(ής) -ού]
- κουρελού η [kurelú] Ο37 : υφαντό στο οποίο ως υφάδι έχουν χρησιμοποιηθεί λεπτές λουρίδες διάφορων υφασμάτων και το οποίο χρησιμεύει ως πρόχειρο χαλί ή στρωσίδι.
[< κουρελού (δες στο κουρελής)]