Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουραμπιές
1 εγγραφή
κουραμπιές ο [kurabjés] Ο13 : 1. είδος μικρού γλυκίσματος πασπαλισμένου με άχνη ζάχαρη: Οι κουραμπιέδες είναι παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο γλύκισμα. 2. (μειωτ.) για άντρα νωθρό, άβουλο, ανίκανο να αναλάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία.

[τουρκ. kurabiye (αραβ. gurāb) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες