Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουράγιο
1 εγγραφή
κουράγιο το [kurájo] Ο39 : η ψυχική αντοχή με την οποία αντιμετωπίζει κάποιος τις δύσκολες καταστάσεις: Έχω / κάνω / παίρνω / δίνω ~. Είναι γυναίκα με ~. Mη χάνεις το ~ σου! Πρέπει να βρεις το ~ να αντιμετωπίσεις το πρόβλημα. ~ φίλε! || το θάρρος, η τόλμη: Δεν είχα το ~ να της πω την αλήθεια. Πού το βρήκες το ~ να του αντιμιλήσεις; ~ που το ΄χει να βγαίνει έξω με τέτοιον καιρό! ΦΡ χαρά* στο ~ του!

[ιταλ. coraggio ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες