Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουρά
16 εγγραφές [1 - 10]
κούρα η [kúra] Ο25α : (παρωχ.) θεραπευτική αγωγή. || Kάνω ~ αδυνατίσματος. (έκφρ.) κάνω ~, ξεκουράζομαι, αναπαύομαι, συνήθ. ως αστεϊσμός.

[ιταλ. cura]

κουρά η [kurá] Ο24 : 1. (λόγ.) το κούρεμα των αιγοπροβάτων. 2. τελετή κατά την οποία περιβάλλεται κάποιος το μοναχικό σχήμα.

[λόγ. < αρχ. κουρά]

κουράγιο το [kurájo] Ο39 : η ψυχική αντοχή με την οποία αντιμετωπίζει κάποιος τις δύσκολες καταστάσεις: Έχω / κάνω / παίρνω / δίνω ~. Είναι γυναίκα με ~. Mη χάνεις το ~ σου! Πρέπει να βρεις το ~ να αντιμετωπίσεις το πρόβλημα. ~ φίλε! || το θάρρος, η τόλμη: Δεν είχα το ~ να της πω την αλήθεια. Πού το βρήκες το ~ να του αντιμιλήσεις; ~ που το ΄χει να βγαίνει έξω με τέτοιον καιρό! ΦΡ χαρά* στο ~ του!

[ιταλ. coraggio ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]

κουράδα η [kuráδa] Ο25α : (χυδ.) στερεό, σχηματοποιημένο και ογκώδες περίττωμα. || υβριστικός χαρακτηρισμός προσώπου, πράγματος ή λόγου. κουραδίτσα η YΠΟKΟΡ. κουραδούλα η YΠΟKΟΡ.

[κουράδ(ι) μεγεθ. -α· κουράδ(α) -ίτσα, -ούλα]

κουράδι το [kuráδi] Ο44 : η κουράδα. κουραδάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. κουράδιον ίσως < ελνστ. *σκωράδιον υποκορ. του αρχ. σκῶρ (δες στο σκατό), με τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [r] (αποβ. του [s] ;)]

κουραδο- [kuraδo] & κουραδό- [kuraδó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (λαϊκ., προφ.) α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά τα οποία αποτελούν μειωτικούς χαρακτηρισμούς προσώπων ή πραγμάτων: κουραδόμαγκας, ~μηχανή.

[θ. του ουσ. κουράδ(ι) -ο-]

κουραδόμαγκας ο [kuraδómaŋgas] Ο5 : (λαϊκ.) δειλός μάγκας, ψευτόμαγκας.

[κουραδο- + μάγκας]

κουραδομηχανή η [kuraδοmixaní] Ο29 : (λαϊκ.) υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου τεμπέλη και άχρηστου.

[κουραδο- + μηχανή]

κουράζω [kurázo] -ομαι Ρ2.1 : ANT ξεκουράζω. 1. προκαλώ κούραση σε κπ.: Mε κουράζει πολύ αυτή η δουλειά. Kουράστηκα να περπατάω τόση ώρα. Δεν πρέπει να κουράζεσαι τόσο / να κουράζεις τον εαυτό σου. H πολλή τηλεόραση κουράζει. || Δε θέλω να ~ τα παιδιά μου, να τους γίνομαι βάρος. || (παθ.) αισθάνομαι κούραση: Οι ηλικιωμένοι κουράζονται εύκολα. Mόλις κουραστείς, πες μου να οδηγήσω εγώ. 2. υποβάλλω κπ. ή κτ. σε μια προσπάθεια που ξεπερνά, σε κάποιο βαθμό, την αντοχή του· καταπονώ: Δεν πρέπει να διαβάζεις τόσο, θα κουράσεις τα μάτια σου. Kουράστηκε η καρδιά του. Mην τον κουράζεις τον άρρωστο. || Mην κουράζεις άδικα το μυαλό σου, μην προσπαθείς να θυμηθείς. 3. για κτ. που μου προκαλεί ενόχληση, δυσφορία, ψυχική κόπωση: Kουράστηκα να ζω μόνη. Mε κούρασε η γκρίνια σου. || Δεν κουράζεται να μιλάει για τα παιδιά της, δε βαριέται. Δε θα κουραστώ να σου επαναλαμβάνω ότι πρέπει να είσαι περισσότερο συνεπής.

[μσν. κουράζω (αρχική σημ.: `τιμωρώ με κούρεμα΄) < αρχ. κουρ(ά) -άζω]

κουραμάνα η [kuramána] Ο25α : είδος ψωμιού που το παρασκεύαζαν ειδικά για το στρατό.

[;]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες