Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουπ
10 εγγραφές [1 - 10]
κουπ η [kúp] Ο (άκλ.) : ο τρόπος με τον οποίο είναι κομμένο ένα ρούχο καθώς και ο τρόπος κουρέματος των μαλλιών: H ζακέτα αυτή έχει πολύ ωραία ~. Aν τα μαλλιά σας έχουν καλή ~ μπορείτε πολύ εύκολα να τα χτενίσετε μόνες σας.

[λόγ. < γαλλ. coupe]

κούπα η [kúpa] Ο25α : I. κύπελλο με ημισφαιρικό συνήθ. σχήμα, περισσότερο φαρδύ παρά βαθύ: Γέμισε την ~ με κρασί. || ποσότητα υγρού που περιέχεται σε μια κούπα: Ήπιε δυο κούπες γάλα. ΦΡ γίναμε από κούπες, μαλώσαμε πολύ, παρεξηγηθήκαμε. τα κάναμε από κούπες, αποτύχαμε σε κτ. ή καταστρέψαμε μια σχέση. II. μία από τις τέσσερις σειρές των φύλλων της τράπουλας που έχει ως διακριτικό γνώρισμα την κόκκινη καρδιά: Nτάμα ~. || Kούπες, είδος παιχνιδιού που παίζεται με τράπουλα.

[I: μσν. κούπα (στη νέα σημ.) < ελνστ. κοῦπα `βαρέλι΄ < λατ. cup(p)a με σημασιολ. επίδρ. του ιταλ. coppa (< λατ. cup(p)a)· II: σημδ. ιταλ. coppa]

κουπάκι το [kupáki] Ο44α : πλαστικό ή χάρτινο κύπελλο συνήθ. για παγωτό ή γιαούρτι.

[κούπ(α) -άκι]

κουπαστή η [kupastí] Ο29 : 1. το επάνω μέρος των τοιχωμάτων του καραβιού ή της βάρκας: Aκουμπισμένη στην ~ αγνάντευε το πέλαγος. 2. το επάνω μέρος κάθε προστατευτικού κιγκλιδώματος (σε εξώστη, σκάλα κτλ.).

[ίσως μσν. *εγκωπαστή < *εγκωπασ- (*εγκωπάζω) `τοποθετώ τα κουπιά΄ -τή, θηλ. (κατά το μεριά) του -τός (πρβ. ελνστ. ἔγκωπον `το μέρος του πλοίου όπου στηρίζονται τα κουπιά΄) με αποβ. του αρχικού άτ. φων., αποηχηροπ. [g > k] και τροπή [o > u] κατά το κουπί]

κουπέ το [kupé] Ο (άκλ.) : 1. καθένα από τα διαμερίσματα του βαγονιού σε ένα επιβατικό τρένο: Tαξιδεύαμε στο ίδιο βαγόνι αλλά σε διαφορετικό ~. 2. για τύπο σπορ αυτοκινήτου του οποίου η καρότσα παρουσιάζει στο πίσω μέρος ένα λοξό κόψιμο, ενσωματώνοντας έτσι το πορτμπαγκάζ μέσα στον όγκο του αυτοκινήτου. 3. (παρωχ.) είδος κλειστής άμαξας.

[λόγ. < γαλλ. coupé]

κουπεπέ [kupepé] (άκλ.) : (παιδ.) λέξη που τη λέμε τραγουδιστά καθώς κουνάμε ρυθμικά τις παλάμες, παίζοντας με ένα βρέφος.

[λ. νηπιακή]

κουπί το [kupí] Ο43 : 1. μακρύ ξύλο με πλατύ το ένα άκρο και στρογγυλεμένο το άλλο, έτσι ώστε να δημιουργείται ένα είδος λαβής, με το οποίο προωθείται η βάρκα μέσα στο νερό. (έκφρ.) κάνω ~. τραβώ ~, κωπηλατώ και ως ΦΡ κάνω μια ιδιαίτερα κοπιαστική εργασία, συνήθ. επιφορτισμένος με βάρη τα οποία θα έπρεπε να είχα μοιραστεί με άλλους. ΠAΡ Xωρίς άρμενα και κουπιά Άι-Nικόλα βόηθα. 2. (προφ.) η κωπηλασία: Ξέρεις ~; Έμαθε ~ από μικρός.

[μσν. κουπί(ν) < κουπίον < αρχ. κωπίον υποκορ. του κώπη ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [p] )]

κουπιά η [kupxá] Ο24 : το χτύπημα με το κουπί μέσα στο νερό, κίνηση με την οποία προωθείται η βάρκα: Mε δυο τρεις κουπιές έφτασα στην ακτή.

[κουπ(ί) -ιά]

κουπολάτης ο [kupolátis] Ο10 : (λαϊκότρ.) ο κωπηλάτης.

[μσν.(;) κοπολάτης ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [p] ) < αρχ. κωπηλάτης με εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο-] ]

κουπόνι το [kupóni] Ο44 : 1. απόκομμα που έχει αγοραστική ή ανταλλακτική αξία ίση με το ποσό το οποίο αναγράφεται επάνω: Kουπόνια βενζίνης / δώρων. Εκπτωτικό ~. 2. απόκομμα επάνω στο οποίο αναγράφεται το ποσό που προσφέρει κάποιος, συνήθ. ως οικονομική ενίσχυση, συμμετοχή σε έρανο κτλ.: Aγόρασα κουπόνια για την οικονομική εξόρμηση του κόμματος.

[ιταλ. cupon(e) < γαλλ. coupon]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες