Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουνάβι το [kunávi] Ο44 : μικρό καστανόμαυρο σαρκοφάγο θηλαστικό. || γούνα από το ζώο αυτό.
[μσν. κουνάδι (με τροπή του μεσοφ. [δ > v] ) υποκορ. του σλαβ. kun(a) -άδι]