Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουμπί
1 εγγραφή
κουμπί το [kumbí] Ο43 : 1. μικρό αντικείμενο από σκληρό υλικό (μέταλλο, κόκαλο ή πλαστικό), συνήθ. κυκλικού σχήματος, το οποίο ράβεται πάνω στα ρούχα είτε ως διακοσμητικό στοιχείο είτε, κυρίως, για να κλείσει κάποιο άνοιγμα, αφού πρώτα περάσει μέσα από μια σχισμή ή θηλιά ανάλογη με το μέγεθός του: Kουμπιά του πουκαμίσου / του παλτού. Στολή με χρυσά κουμπιά. Είχε το πάνω ~ ξεκούμπωτο. Kόπηκε ένα ~, η κλωστή που το κρατούσε ραμμένο. Δεν ξέρει να ράβει ούτε ένα ~, δεν ξέρει καθόλου να ράβει. ΦΡ τα κουμπιά της Aλέξαινας, για δύσκολη, μπερδεμένη υπόθεση. 2. τμήμα ενός μηχανισμού, με την πίεση ή με τη στροφή του οποίου αρχίζει ή διακόπτεται η λειτουργία του: Πατάω / γυρίζω το ~ του ραδιοφώνου / της τηλεόρασης. Ο υπάλληλος πάτησε το ~ του συναγερμού. Mε το πάτημα ενός κουμπιού…, για κτ. που γίνεται με αυτοματισμό. ΦΡ του βρήκα το ~, βρήκα το ευαίσθητο σημείο του. βρήκα το ~, βρήκα τον τρόπο να πετύχω κτ. κουμπάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. κομπί(ν) ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και των χειλ. [mb] ) ελνστ. κομβίον (προφ. [mb] ) `αγκράφα΄ υποκορ. της λ. κόμβος (προφ. [mb] ), επειδή παλιότερα τα ρούχα “κούμπωναν” με δέσιμο κορδονιού σε κόμπο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες