Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουμκάν το [kumkán] & κουνκάν το [kuŋkán] Ο (άκλ.) : είδος τυχερού παιχνιδιού που παίζεται με τράπουλα.
[-νκ-: λόγ. < αγγλ. cooncan με μετακ. τόνου κατά το σχ. των δανείων από τα γαλλ.· -μκ-: ίσως ανομ. θέσης άρθρ. [ŋk > mk] για να διατηρηθεί το άηχο σύμπλ. και να μη γίνει [ŋg] ]