Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουλός
1 εγγραφή
κουλός -ή -ό [kulós] Ε1 : (οικ.) 1. που έχει χάσει το ένα ή και τα δύο χέρια του ή που λόγω αναπηρίας δεν μπορεί να το / τα χρησιμοποιήσει, και με επέκταση υβριστικά, ο αδέξιος. 2. (ως ουσ.) α. ο κουλός, θηλ. κουλή. β. (υβρ.) το κουλό, το χέρι και σπανιότερα το πόδι: Kάτω τα κουλά σου! Mάζεψε τα κουλά σου να περάσω!

[μσν. κουλός < αρχ. κυλλός `κουτσός, παραμορφωμένος΄ ( [i (ή y) > u] ) από επίδρ. του υπερ. [k] και του [l] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες