Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουλουριαστός
1 εγγραφή
κουλουριαστός -ή -ό [kulurjastós] Ε1 : τυλιγμένος σε σχήμα κουλούρας· κουλουριασμένος.

[κουλουριασ- (κουλουριάζω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες